ἐπιστύφοντα

ἐπιστύφοντα
ἐπιστύ̱φοντα , ἐπί-στύφω
contract
pres part act neut nom/voc/acc pl
ἐπιστύ̱φοντα , ἐπί-στύφω
contract
pres part act masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επιστύφω — ἐπιστύφω (Α) 1. (για φαγητά) προκαλώ το αίσθημα τού στυφού («ἐπιστύφοντα βρώματα») 2. ενοχλώ («τραχύτητας, ἐπιστυφούσας τήν άκοήν») 3. κατηγορώ, ελέγχω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + στύφω «κάνω κάτι στυφό»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”